- φυγάδα
- φυγάςone who fleesmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυγάδ' — φυγάδα , φυγάς one who flees masc/fem acc sg φυγάδι , φυγάς one who flees masc/fem dat sg φυγάδε , φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бѣгоунъ — БѢГОУН|Ъ (13), А с. 1.Действующее лицо по гл. бѣгати в 1 знач.: Диониса же вводѩ(т) б҃а быти. нощны˫а празникы творѩща. и оуч҃тлѩ суща пь˫аньству. ѡ(т)верзающа ближни(х) свои(х) жены. и бѣгающа и бѣсѩща(с)... бѣсенъ бѩше. и пь˫аница и бѣгунъ како … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek
προδίδωμι — ΜΑ 1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.) 2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.) 3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι...… … Dictionary of Greek
πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek
φυγαδικός — ή, όν, Α [φυγάς, άδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.) 2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόν οι φυγάδες. επίρρ... φυγαδικῶς Α κατά τον τρόπο τών φυγάδων … Dictionary of Greek
Αρταξίας ή Αρδάσης — (2ος αι. π.Χ.).Αρμένιος στρατηγός του Αντιόχου Γ’, που τον διόρισε διοικητή της Μεγάλης Αρμενίας το 189 π.Χ. Αργότερα συμμάχησε με τους Ρωμαίους και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αρμενίας. Μετά από συμβουλή του Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα, που… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Φωτιστής — (257 – 332). Πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας. Ήταν γιος του Ανάκ, ανώτατου αξιωματούχου της Μεγάλης Αρμενίας και δολοφόνου (με την υποκίνηση των Περσών) του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρό. Πριν ανακηρυχθεί πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας, σπούδασε στην… … Dictionary of Greek